ὑπώπιον — neut nom/voc/acc sg ὑπώπιος with a black eye masc acc sg ὑπώπιος with a black eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπώπιον — τὸ, Α 1. το κάτω από τα μάτια μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. όλη η όψη τού προσώπου 3. (γενικά) μώλωπας, οίδημα 4. φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο, κατάλληλο για τα μωλωπισμένα μάτια 5. μτφ. όνειδος, ντροπή 6. στον πληθ. τὰ… … Dictionary of Greek
ὑπωπίοις — ὑπώπιον neut dat pl ὑπώπιος with a black eye masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπίου — ὑπώπιον neut gen sg ὑπώπιος with a black eye masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπίων — ὑπώπιον neut gen pl ὑπώπιος with a black eye fem gen pl ὑπώπιος with a black eye masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπίῳ — ὑπώπιον neut dat sg ὑπώπιος with a black eye masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώπια — ὑπώπιον neut nom/voc/acc pl ὑπώπιος with a black eye neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπωπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «θαψία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπώπιον «φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο για τα μωλωπισμένα μάτια» + κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… … Dictionary of Greek
υπώπιος — ον, Α [ὑπώπιον] αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια … Dictionary of Greek